Θάνος Πλεύρης Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ΔΝ ΕΚΠΑ, LL.MHeidelberg, τ. Βουλευτής, τ. Ευρωβουλευτής
Η επεξεργασία ενός θέματος ιατρικού δικαίου με τίτλο «από την πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο έως την ακροαματική διαδικασία» παρουσιάζει την πρόκληση χειρισμού ενός θέματος περισσότερο πρακτικής άσκησης δικαιωμάτων ασθενούς, υποχρεώσεων ιατρού και δικηγορικής ενασχόλησης και λιγότερο θεωρητικής προσέγγισης. Όταν ο ασθενής θεωρήσει ότι πρέπει να διερευνηθεί ως προς την ιατρική της ορθότητα μια ιατρική πράξη θέλει να ξέρει ποια δικαιώματα έχει και πως θα τα ασκήσει και ιδίως, εάν αξίζει να μπει σε μια διαδικασία αναζήτησης ιατρικού λάθους, καθώς μια τέτοια διαδικασία είναι αρκετά φορτισμένη. Αντιστοίχως ο ιατρός θέλει να γνωρίζει πως θα προστατευθεί και τι πρέπει να πράξει. Σε αυτό το δίπολο πάντοτε κομβικός είναι ο ρόλος του δικηγόρου που είτε από την μία είτε από την άλλη πλευρά θα κληθεί να διασφαλίσει αυτά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις.
Για να μπορέσουμε να εξετάσουμε, τι πράττουμε, από το πρώτο βήμα που είναι η πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο μέχρι να φθάσουμε στο ακροατήριο, οφείλουμε να εξετάσουμε τι ακριβώς αναζητούμε, όταν αναφερόμαστε σε ιατρική ευθύνη, ιατρική αμέλεια και ιατρικό λάθος. Η ιατρική πράξη συνδέεται άμεσα με τα εγκλήματα που αφορούν στην υγεία και στη σωματική ακεραιότητα του ατόμου. Η υγεία και η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου προστατεύονται ρητά από το Σύνταγμα (αρθ. 7 παρ. 2). Η συνταγματική αυτή επιταγή βρίσκει την έκφρασή της στα άρθρα ΠΚ 308 επ. Κατά την πάγια μάλιστα νομολογία και θεωρία η ιατρική πράξη που διενεργείται ενάντια στους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis) και προκαλεί βλάβη στην υγεία ή σωματική κάκωση του ασθενούς συνιστά σωματική βλάβη δυνάμει των άρθρων 308 επ. ΠΚ (βλ. Καραγεωργός, «η ποινική εκτίμηση των ιατρουχειρουργικών επεμβάσεων», Σακκουλάς 1996, Αλεξιάδης, «Εισαγωγή στο ιατρικό δίκαιο», Σάκκουλας 1993, Αναπλιώτη – Βαζαίου, «Γενικές Αρχές Ιατρικού Δικαίου», Σάκκουλας 1993, Πλεύρης, Η ποινική ευθύνη στην ιατρική πράξη, Νομική βιβλιοθήκη 2007).
Η ιατρική ευθύνη είναι ευθύνη επαγγελματική και ο ιατρός οφείλει να καταβάλλει την επιμέλεια που επιτάσσει το επάγγελμά του γενικά και η συγκεκριμένη πράξη ειδικά. Η επιμέλεια αυτή εξειδικεύεται τόσο στο αρ. 24 του ΑΝ 1565/39 όσο και στους γενικούς κανόνες επιμέλειας που ρυθμίζουν τον τρόπο ενέργειας των ιατρών σε συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 2463/98). Ιδιαιτέρως σύμφωνα με το νέο κώδικα ιατρικής δεοντολογίας Ν.3418/05 η άσκηση της ιατρικής είναι λειτούργημα που αποσκοπεί στη διατήρηση, βελτίωση και αποκατάσταση της σωματικής, ψυχικής και πνευματικής υγείας του ανθρώπου, καθώς και στην ανακούφιση του από τον πόνο (αρ. 2 παρ. 1) και ο κάθε ιατρός ενεργεί με βάση τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης (αρ. 3 παρ. 2γ). Ως ιατρικό σφάλμα χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά του ιατρού που αξιολογείται ως υπολειπόμενη της επιβαλλόμενης στο επάγγελμά του και στη συγκεκριμένη περίπτωση επιμέλειας. Η προσέγγιση αυτή έχει κατά κανόνα δυο θεωρήσεις, μια στενότερη, κατά την οποία το ιατρικό σφάλμα υπάρχει, όταν ο ιατρός παραβαίνει τους κανόνες και τις αρχές της ιατρικής επιστήμης (δεν ενεργεί legeartis) και μια ευρύτερη, κατά την οποία ιατρικό σφάλμα συνιστά κάθε αμελής συμπεριφορά, δηλαδή και αυτή που μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, χωρίς να είναι αναγκαία η αναγωγή στους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. To ιατρικό σφάλμα που προκαλεί αιτιωδώς ζημία σε ένα πρόσωπο αναγνωρίζεται, κατά πάγια άποψη στο ελληνικό δίκαιο, ως περίπτωση εφαρμογής της ΑΚ 914.
Η ιατρική ευθύνη λοιπόν συνίσταται σε μια αντικειμενικά εσφαλμένη ενέργεια, που δημιουργεί μια απόκλιση από τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και πιο συγκεκριμένα μια παράβαση των ιατρικών κανόνων. Συνδέεται με ένα σύμφωνα με την επιστήμη ακατάλληλο μέτρο (Καραγεωργός: “η ποινική εκτίμηση των ιατροχειρουργικών πράξεων” Σάκκουλας 1996). Η αντικειμενική αυτή εσφαλμένη ενέργεια συνδέεται με παράβαση από τον ιατρό των κανόνων της ιατρική επιστήμης, για τους οποίους δε μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση με παράλληλη προσβολή του καθήκοντος επιμέλειας (ΑΠ 97/07, ΑΠ 21/01, ΑΠ 419/00, ΑΠ 1211/07, ΑΠ 1337/05, ΑΠ 2463/05, ΑΠ 355/04, ΑΠ 1953/01, ΑΠ 601/00, ΑΠ 1282/95). Λ.χ. η εσφαλμένη διάγνωση (διαγνωστική πλάνη) που οδηγεί στην εσφαλμένη αντιμετώπιση του περιστατικού συνιστά εξωτερικά αμελή ιατρική παράλειψη και άρα ιατρικό σφάλμα. Περιπτώσεις τέτοιες είναι η ΣτΕ 727/09 (ρήξη οισοφάγου με αποζημίωση 125.000 ευρώ), η ΣτΕ 3081/03 απώλεια νεφρού με αποζημίωση 40.000.000 δραχμές), η ΣτΕ 3202/06 πρόκληση ηπίου καρκινώματος με αποζημίωση 52.000 ευρώ) και κάποιες με βαρύτερες συνέπειες, όπως μερική τύφλωση (ΣτΕ 2739/07 με 150.000 αποζημίωση) και μόνιμη εγκεφαλική βλάβη (525.000 αποζημίωση ΣτΕ 727/09). Πληθώρα αποφάσεων και του Αρείου Πάγου υπάρχει με κορυφαίες τις ΑΠ 529/00, 601/00, 1063/00, 1384/01, 1953/01, 797/02, 1644/02, 3016/03, 290/04 (ιδιαιτέρως σημαντική) 546/05, 183/06, 97/07, 801/07, 1484/08.
Το ιατρικό σφάλμα συνδέεται, λοιπόν, με τη θεραπευτική αστοχία που συνίσταται είτε στη λανθασμένη επιλογή της ιατρική μεθόδου είτε στην παράληψη του ιατρού να ενεργήσει έγκαιρα για την αποτροπή δυσμενών αποτελεσμάτων. Ως χαρακτηριστικές θεραπευτικές αστοχίες η νομολογία επισημαίνει 1. Το διαγνωστικό λάθος 2. Την εφαρμογή μη αναγνωρισμένης θεραπευτικής μεθόδου. 3. Τεχνικό σφάλμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων 4. Μη υποβολή σε χειρουργική επέμβαση 5. πλημμελής προεγχειρητικός έλεγχος και 6. Παράλειψη ιατρικής παρακολούθησης μετά το πέρας της επεμβάσεως (ΠοινΔικ 11/2004). Έχει δε κριθεί ότι δεν υπάρχει ιατρική αμέλεια όταν ο ιατρός δεν παραβιάζει τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. (ΣυμβΠλημΑθ 2255/1998, ΑΠ 796/98).
Σχετικά δε με την ένταξη του ιατρικού σφάλματος στις προϋποθέσεις της παρανομίας και της υπαιτιότητας, επισημαίνονται τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την ορθότερη άποψη, που πλέον πρέπει να θεωρείται κρατούσα στο ελληνικό δίκαιο, η συνδρομή της προϋπόθεσης της παρανομίας εξετάζεται με αναγωγή στη συμπεριφορά του δράστη, η οποία πρέπει καθεαυτή να αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, και όχι ενόψει του επιζήμιου αποτελέσματος. Με αυτή την έννοια, στην ιατρική ευθύνη για ιατρικό σφάλμα, η προϋπόθεση της παρανομίας θεμελιώνεται α) με αναγωγή σε συγκεκριμένες διατάξεις, στις οποίες θεωρείται ότι αντιβαίνει η αμελής και αντιεπιστημονική συμπεριφορά του γιατρού και β) στην παράβαση των γενικών (άγραφων) κανόνων επιμέλειας, που ρυθμίζουν τον τρόπο ενέργειας των ιατρών. Ειδικότερα, όπως είναι γνωστό, παρανομία δεν συνιστά μόνο η συμπεριφορά προσώπου που αντίκειται σε ειδική διάταξη νόμου, αλλά και αυτή που παραβιάζει τις υποχρεώσεις επιμέλειας την οποία οφείλει να επιδεικνύει κάθε κοινωνός προς το σκοπό της αποφυγής πρόκλησης ζημίας σε αγαθά άλλων προσώπων. Το δίκαιο, με άλλες λέξεις, απαγορεύει την αμελή συμπεριφορά και το ιατρικό σφάλμα συνιστά μια τέτοια συμπεριφορά .
Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η αμελής συμπεριφορά του ιατρού απαραίτητη θεωρείται η ύπαρξη ενός αντικειμενικού σφάλματος (παράβαση γραπτού κανόνα που ρυθμίζει μια από τη φύση της επικίνδυνη συμπεριφορά, ή παράβαση κανόνα συμπεριφοράς, όχι γραπτού, εφόσον προσδιορίζει τον ασφαλέστερο τρόπο σύμφωνα με μία τέχνη ή επιστήμη) και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του σφάλματος και του αποτελέσματος (πχ σωματική βλάβη). Η αντικειμενική υπόσταση της εξ αμελείας εγκληματικής συμπεριφοράς (είτε σωματική βλάβη είτε θάνατος) πραγματώνεται επομένως με την ύπαρξη μιας εξωτερικώς πλημμελούς συμπεριφοράς που προκαλεί το αποτέλεσμα. Η συμπεριφορά μπορεί να είναι και πράξη και παράλειψη (με τους όρους 15 ΠΚ), από τη στιγμή που πρόκειται για έγκλημα αποτελέσματος. Στο χώρο της υποκειμενικής υποστάσεως απαιτείται ρητά αμέλεια είτε άνευ συνειδήσεως (ολοκληρωτική πλάνη που αναφέρεται τόσο στην πλημμέλεια της συμπεριφοράς, όσο και στην παραγωγή του αποτελέσματος) είτε ενσυνείδητη (πλάνη μερική που φέρει τη μορφή της λανθασμένης εκτιμήσεως). Τα κριτήρια που καταδεικνύουν, εάν ο δράστης έδρασε με αμέλεια είναι το «όφειλε» και το «μπορούσε».
Η αμέλεια καταλογίζεται στο δράστη ακόμα και όταν αυτός ανέλαβε ένα εγχείρημα, μολονότι οι δυνατότητες του δεν του το επέτρεπαν (π.χ. ελάχιστη εμπειρία ιατρού και ανάληψη δύσκολής επεμβάσεως). Πρόκειται για την αμέλεια του εγχειρήματος που εξετάζει την υπαιτιότητα σε προγενέστερο χρόνο (ανάληψη του εγχειρήματος) και όχι στο χρόνο τελέσεως του λάθους.
Με βάση τα ανωτέρω οι προϋποθέσεις της ευθύνης από αδικοπραξία (ΑΚ 914) που οφείλει να αποδείξει ο ενάγων είναι οι εξής: α) παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της επιζήμιας συμπεριφοράς αφ’ ενός και της ζημίας του άλλου αφ’ ετέρου. Στην δε ποινική υπόσταση του αδικήματος είτε της εξ αμελείας σωματικής βλάβης (ΠΚ 314) είτε της εξ αμελείας ανθρωποκτονίας (ΠΚ 302) θα πρέπει να υπάρχει α) σωματική κάκωση ή βλάβης της υγείας άλλου στην πρώτη περίπτωση και θάνατος στην δεύτερη, β) αμέλεια του δράστη και γ) αιτιώδης σύνδεσμος.
Προκειμένου λοιπόν είτε στο αστικό είτε στο ποινικό σκέλος μιας υπόθεσης να αντιληφθούμε τι αναζητούμε, θα πρέπει να εξετάσουμε, εάν από την ιατρική πράξη πρώτον, υπήρξε ζημία (σωματική βλάβη, θάνατος), δεύτερον εάν υπήρξε ιατρικό λάθος (πχ διαγνωστικό ή τεχνικό σφάλμα), το οποίο μάλιστα οφείλεται σε αμέλεια του ιατρού (δηλαδή ο ιατρός λειτούργησε υπαίτια αντίθετα στους κανόνες της ιατρικής επιστήμης) και τρίτον, εάν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, δηλαδή εάν το ιατρικό λάθος οδήγησε στην ζημία. Ο τρίτος αυτός παράγοντας είναι και ο δυσκολότερος στην αποδεικτική διαδικασία, καθώς πολλές φορές διαπιστώνεται το ιατρικό λάθος αλλά δεν δημιουργείται πεποίθηση ότι εάν δεν είχε μεσολαβήσει αυτό το ιατρικό λάθος κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων θα είχε αποτραπεί το δυσμενές αποτέλεσμα. Αυτά είναι λοιπόν τα βασικά θέματα που πρέπει να εξετασθούν όταν υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει ιατρικό λάθος σε μια ιατρική πράξη.
Προκειμένου να εξετασθούν αυτά τα δεδομένα ο ασθενή θα πρέπει να λάβει τα στοιχεία του ιατρικού του φακέλου, ώστε να εξετάσει τι έχει συμβεί και υπάρχει ένα δυσμενές αποτέλεσμα.
Η διαδικασία αναζήτησης του ιατρικού φακέλου αντανακλά στο δικαίωμα πρόσβασης στο ιατρικό αρχείο (βλέπε εκτενώς και αναλυτικά Εμ Λασκαρίδης, Ερμηνεία ΚΙΔ, αρ. 14 σελ. 174 επ.) Το δικαίωμα πρόσβασης βρίσκει ρητή κατοχύρωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο άρθρο 8 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης δύο θεμελιωδών συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων: της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της αυτοδιάθεσης της πληροφορίας από την μία (Σ 9 παρ. 1 εδ. β’ και 9Α αντίστοιχα) και του δικαιώματος στη πληροφόρηση του κοινού από την άλλη (Σ 5Α παρ. 1 εδ. α’). Το δικαίωμα πρόσβασης διακρίνεται σε δύο κατηγορίες ανάλογα με τους φορείς του δικαιώματος: α) στο δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου προσωπικών δεδομένων που αναγνωρίζεται από το άρθρο 12 ν. 2472/1997 και β) στο «δικαίωμα πληροφοριών» τρίτων σε αρχεία του ασθενούς που προϋποθέτει κυρίως την απόδειξη εννόμου συμφέροντος, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 περ. ε’ όσο και κατά τα άρθρα 901-902 ΑΚ (αξίωση για επίδειξη πράγματος) ή κατ’ άρθρο 450 επ ΚΠολΔ.
Δικαίωμα πρόσβασης στον ιατρικό φάκελο σύμφωνα με την παρ. 8 του αρ. 14 ΚΙΔ έχει κατ’ αρχήν μόνο ο ασθενής και σε περίπτωση θανάτου αυτού το δικαίωμα αυτό ασκούν οι κληρονόμοι εάν είναι συγγενείς μέχρι τέταρτου βαθμού. Σε περίπτωση ανηλίκου ασθενή το δικαίωμα αυτό ασκείται από τους γονείς. Το δικαίωμα πρόσβασης είναι πλήρες, δεν απαιτεί δηλ. την πλήρωση κάποιου όρου ή αιρέσεως και επομένως η υποχρέωση ικανοποίησης του σχετικού δικαιώματος από τον υπεύθυνο ή εκτελών την επεξεργασία είναι άμεση και δεν τελεί υπό έγκριση κανενός οργάνου. Σε πρακτικό επίπεδο, όταν γίνεται η αίτηση η κλινική την προωθεί στο νομικό της τμήμα και εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις δίνεται η έγκριση. Για λόγους πρακτικούς συμβουλεύεται ο ασθενής από τον δικηγόρο του να κάνει την αίτηση μόνος του μη αναφέροντας λόγους τυχόν δικαστικού ελέγχου, αλλά μόνο ασφαλιστικούς λόγους, καθώς πάντοτε υπάρχει ο φόβος τυχόν αλλοίωσης στοιχείων του ιατρικού φακέλου. Γενικότερα ένα μεγάλο πρόβλημα στην διαχείριση του ιατρικού αρχείου είναι ότι υπάρχουν κείμενα και αρχεία, όπως τα πρακτικά χειρουργείων ή οι καρτέλες νοσηλείας που πολλές φορές δεν γράφονται σε χρόνο realtime, αλλά μετά το πέρας της ιατρικής πράξης και υπάρχει ο κίνδυνος εάν έχει συμβεί κάτι ύποπτο η εγγραφή να γίνει με τέτοιον τρόπο που να μην αποδίδει τα πλήρη στοιχεία. Πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο είναι δυνατή και εάν ζητηθεί από δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (βλ. ΚΠΔ 261 και άρθρο 14 παρ. 8 περ. α’ ΚΙΔ) ή με ειδικές διατάξεις νόμου, όπως ΣΕΥΥΠ, ΣΔΟΕ κλπ. βλέπε εκτενώς και αναλυτικά Εμ Λασκαρίδης, Ερμηνεία ΚΙΔ, αρ. 14 σελ. 174 επ)
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 14 του Ν. 3418/05, 2 και 12 του Ν. 2472/97 και το αρ. 902 και 444 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαίωμα πρόσβασης είναι απόλυτο και στο σύνολο του ιατρικού αρχείου, η πρόσβαση λαμβάνει χώρα με επίδειξη του πρωτοτύπου στον δικαιούχο και με παροχή αντιγράφου του πρωτοτύπου σε αυτόν (βλ. και άρθρο 5 παρ. 4 ΚΔΔιαδ.), ακόμη και εάν χρειαστεί ο ίδιος για λόγους υλικοτεχνικών δυσκολιών να λάβει τα έγγραφα και να προβεί στην έκδοση των αντιγράφων. Αντικείμενο του δικαιώματος πρόσβασης αποτελεί οποιοδήποτε μέσο και εφαρμόζεται και επί ηλεκτρονικών απεικονίσεων (πχ ψηφιακούς δίσκους) και εάν χρειαστεί χρησιμοποιούνται και μέσα αποθήκευσης. Ειδικώς στην σημερινή εποχή μπορεί και το σύνολο του ιατρικού αρχείου να είναι ψηφιακό και επομένως η πρόσβαση να υλοποιηθεί ακόμη και με αποστολή στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. (βλέπε εκτενώς και αναλυτικά Εμ Λασκαρίδης, Ερμηνεία ΚΙΔ, αρ. 14 σελ. 174 επ)
Τρίτος προκειμένου να έχει πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο θα πρέπει να επικαλεστεί και αποδείξει έννομο συμφέρον. Η αίτηση γίνεται στην κλινική και διαβιβάζεται στην ΑΠΔΠΧ που δίνει την άδεια. Στον τρίτο θα πρέπει, αφού δεν εξαιρείται από αρ. 14, να περιλαμβάνεται και ο ιατρός στον οποίο τυχόν στρέφεται αγωγή ή μήνυση. Στην πράξη ο ιατρός λόγω του ότι βρίσκεται στο ίδιο νοσηλευτικό ίδρυμα, όπως και το νοσηλευτικό ίδρυμα έχουν απευθείας πρόσβαση στον φάκελο χωρίς καμία άλλη διαδικασία. Στο ποινικό τμήμα συνήθως με την υποβολή την μηνυτήριας αναφοράς και την έναρξη της προκαταρκτικής εξέτασης ο φάκελος γίνεται μέρος της ποινικής δικογραφίας και ο ύποπτος πλέον ιατρός που καλείται να παράσχει έγγραφες εξηγήσεις έχοντας τα δικαιώματα του κατηγορούμενου έχει και πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο ως τμήμα της ποινικής δικογραφίας χωρίς καμία άλλη διαδικασία και προϋπόθεση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, εάν ισχύει η εισαγγελική παραγγελία, η οποία εκδίδεται κατά παράβαση του ν. 2472/1997 και με την οποία ζητά ο εισαγγελέας από δημόσια νοσοκομεία να δοθούν αντίγραφα ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ασθενούς σε τρίτον. Ορθότερη κατά τον γράφοντα είναι η θέση που υποστηρίζει ο Εμ. Λασκαρίδη στην Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται να χορηγηθούν, εάν δεν υπάρχει άδεια της Αρχής – παρά την κρατούσα άποψη και το γεγονός ότι το άρθρο 25 παρ. 4 ΚΟργΔ προβλέπει την εισαγγελική παραγγελία.
Σε κάθε περίπτωση λήψης πληροφοριών από τρίτο πρέπει να γίνει οπωσδήποτε ενημέρωση του ασθενούς πριν ικανοποιηθεί το αίτημα για λήψη πληροφοριών, το οποίο συνήθως γίνεται με επίδοση της αίτησης του τρίτου προς τον ασθενή. Αντιστοίχως προβληματικό είναι το θέμα εάν στα δημόσια νοσοκομεία εφαρμόζεται ο Ν. 2472/97 ή μόνο ο ΚΔΔιαδ, οπότε δεν χρειάζεται ενημέρωση του ενδιαφερομένου. Στις ιδιωτικές κλινικές καθώς δεν εφαρμόζεται το αρ. 5 του ΚΔΔιαδ δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. (βλέπε εκτενώς και αναλυτικά Εμ Λασκαρίδης, Ερμηνεία ΚΙΔ, αρ. 14 σελ. 174 επ).
Μόλις λοιπόν ο ασθενής λάβει τον ιατρικό φάκελο και πριν αποφασίσει εάν θα υποβάλει μηνυτήρια αναφορά ή θα εγείρει αγωγή οφείλει να εξετάσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της ιατρικής ευθύνης. Αυτό συνήθως γίνεται σε αυτό το πρώιμο στάδιο με τον άτυπο διορισμό ενός τεχνικού συμβούλου ιατρού, ο οποίος θα εξετάσει εάν και εφόσον πρώτον υπάρχει ζημία, δεύτερον εάν ο ιατρός έδρασε ενάντια στους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και αυτό οφείλεται σε αμέλεια και υπαιτιότητα του και τρίτον εάν τα στοιχεία του φακέλου επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν ότι υπάρχει και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και του ιατρικού λάθους. Το ιατρικό λάθος δηλαδή πρέπει να αποδειχθεί με την βοήθεια του ιατροδικαστή ώστε να επιβεβαιώσουμε την αιτιώδη συνάφεια, υπό την έννοια ότι εάν όλη η ιατρική πράξη είχε διενεργηθεί lege artis δε θα επέρχετο αυτή η ανεπιθύμητη ζημία. Η συμπεριφορά δηλαδή του ιατρού πρέπει να είναι ικανή και πρόσφορη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης και της κοινής πείρας, να επιφέρει το αρνητικό επελθόν αποτέλεσμα για να μπορεί να υφίσταται και ο αιτιώδης σύνδεσμος αμελούς συμπεριφοράς του ιατρού και της σωματικής κακώσεως και βλάβης της υγείας του παθόντος (Διοικ. Πρωτ. Πατρών 667/2000).
Σε περίπτωση που ο τεχνικός αυτός σύμβουλος απαντήσει θετικά στα ανωτέρω ο ασθενής θα κληθεί να αποφασίσει εάν θα κινηθεί δικαστικώς σε ποινικό και αστικό επίπεδο. Κατά την άποψη του γράφοντος είναι λάθος να πιέζουμε το ασθενή για λόγους στρατηγικής να κινηθεί και σε αστικό και σε ποινικό επίπεδο. Αυτό είναι απόφαση του ασθενούς και η μία ευθύνη δεν εξαρτάται από την κίνηση της διαδικασίας της άλλης ευθύνης. Συνήθως επικρατεί η άποψη ότι ο κίνδυνος μιας ποινικής καταδίκης ασκεί μεγαλύτερη πίεση στον ιατρό και σίγουρα η ποινική καταδίκη οδηγεί μαθηματικά και στην αστική καταδίκη (βλέπε και αρ. 250 ΚΠολΔ).
Ωστόσο η ποινική διαδικασία είναι μια ψυχοφθόρα διαδικασία και για τον ασθενή ή τους συγγενείς αυτού σε περίπτωση θανάτου, καθώς εξετάζονται σε μια ζωντανή ακροαματική διαδικασία με ερωτήσεις από τους παράγοντες της δίκης. Αντιστοίχως στην ποινική διαδικασία κάθε αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορούμενου και επομένως η εισαγγελική έδρα και η πολιτική αγωγή οφείλουν να αποδείξουν τα πάντα. Αντιθέτως στο αστικό σκέλος και καθώς σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4 εδ. α΄ του ν. 2251/1994 καθιερώνεται νόθος αντικειμενική ευθύνη, ο ασθενής απαλλάσσεται από το βάρος απόδειξης της υπαιτιότητας του ιατρού (αντιστροφή βάρους αποδείξεως).
Η μηνυτήρια αναφορά στρέφεται σε βάρος του ιατρού ή της ιατρικής ομάδας για παράβαση των άρθρων της σωματικής βλάβης εξ’ αμελείας (314 ΠΚ) ή της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας (302 ΠΚ) και σπανίως κατά των νομίμων εκπροσώπων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, εάν το ιατρικό λάθος οφείλεται σε οργανωτική αστοχία (έλλειψη ιατρού, απουσία ή βλάβη μηχανημάτων κλπ). Η αγωγή στρέφεται κατά του ιατρού ή της ιατρικής ομάδας για ευθύνη από αδικοπραξία 914 ΑΚ, ευθύνη από τον νόμο για τον καταναλωτή Ν. 2251/94 και ενδοσυμβατική ευθύνη 330 επ και 680 επ για τα δε νοσηλευτικά ιδρύματα, όταν είναι ιδιωτικές κλινικές, υπάρχει ευθύνη από πρόστηση ΑΚ 334, 922 επ. και όταν είναι νοσοκομεία (δημόσια) υπάρχει απευθείας ευθύνη κατ΄άρθρο 105, 106 του Εισ.Ν.ΑΚ.
Σε περίπτωση μάλιστα απουσίας ενημερώσεως του ασθενούς υπάρχει αυτοτελή ευθύνη κατ΄αρθ 57, 59 ΑΚ. Η ενημέρωση του ασθενούς συνιστά μια από τις βασικές υποχρεώσεις του ιατρού, η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να υπάρχει ισχυρή συναίνεση του ατόμου (Εφετείο Αθηνών, 5512/2003). Η ενημέρωση για το σχηματισμό σύμφωνης γνώμης, που μας απασχολεί, αφορά στο γεγονός ότι ο ασθενής για να παράσχει τη συναίνεση του, που είναι απαραίτητη για τη νομιμοποίηση της ιατρικής επέμβασης, θα πρέπει να γνωρίζει τα σημαντικά θέματα αναφορικώς με την επέμβαση. Τέτοια σημαντικά θέματα είναι τουλάχιστον η ιατρική διάγνωση, το είδος της επεμβάσεως και οι κίνδυνοί αυτής (Tag, DerKörperverletzungstatbestandimSpannungsfeldzwischenPatientenautonomieundLexartis, 2001, σελ. 271 επ.).
Η ενημέρωση για την πορεία της επεμβάσεως συμπεριλαμβάνει το είδος, τη διενέργεια και την έκταση της επεμβάσεως σε συνδυασμό με τις δυσκολίες και τις επιβαρύνσεις (π.χ. πόνοι) που αυτή συνεπάγεται (Laufs/Uhlenbruck,HandbuchdesArztrechtes, 2002, σελ. 469). Η υποχρέωση ενημερώσεως εκτός των τυπικών περιλαμβάνει και τους κινδύνους που θα επηρεάσουν εξαιρετικώς αρνητικά τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα του ασθενούς (Κανελλοπούλου – Μπότη, Ιατρική ευθύνη για μη Ενημέρωση ή Πλημμελή Ενημέρωση του ασθενούς κατά το ελληνικό και το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, 1999, σελ. 58 επ. και 89 επ.).
Χρήζει αναφοράς ότι η ενημέρωση δεν παρατηρείται σε απλούς κανόνες δεοντολογίας αλλά και σε νομικά κείμενα με ιδιαίτερη έμφαση το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ ως προς την βιοϊατρική (Σύμβαση Οβδιέδο), όπως αυτή κυρώθηκε με το ν.2619/98 από την Ελλάδα και συμφώνως τω άρθρω 28 παρ. 1 Σ υπέχει θέση υπερνομοθετικής ισχύος και ρητώς ορίζει «Όλοι έχουν δικαίωμα σεβασμού της προσωπικής τους ζωής σε σχέση με την πληροφόρηση για την κατάσταση της υγείας τους. Όλοι δικαιούνται να λαμβάνουν γνώση κάθε πληροφορίας σχετικά με την κατάσταση της υγείας τους».
Παράλληλα και ο νέος κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/05) και συγκεκριμένα στο αρ. 11 παρ. 1 ορίζει σαφέστατα «Ο ιατρός έχει καθήκον αληθείας προς τον ασθενή του. Οφείλει να τον ενημερώνει πλήρως και κατανοητά για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχομένους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεση της, τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και για τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης, έτσι ώστε ο ασθενής να μπορεί να σχηματίζει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων και συνεπειών της κατάστασης του και να προχωρεί ανάλογα στη λήψη αποφάσεως»
Η ενημέρωση του ασθενούς πέρα από υποχρέωση είναι ιδιαιτέρως σημαντική και για την αποδεικτική διαδικασία, καθώς μια καλή ενημέρωση του ασθενούς που αποδεικνύεται, ακόμη και με τεχνικά μέσα, είναι και η μεγαλύτερη διασφάλιση του ιατρού από άστοχες μηνύσεις και αγωγές εναντίον του και για αυτό ο ιατρός δεν πρέπει να την λαμβάνει αψήφιστα.
Ο ιατρός μόλις λάβει την αγωγή ή κληθεί να παράξει έγγραφες εξηγήσεις και έχοντας λάβει τον ιατρικό φάκελο απευθύνεται και αυτός σε συναδέλφους ιατρούς και συνήθως έχει και καλύτερες τεχνικές εκθέσεις από πληθώρα ιατρών. Το δε νοσηλευτικό ίδρυμα συνήθως ενσωματώνει τις θέσεις του ιατρού στις προτάσεις που θα καταθέσει στο πολιτικό δικαστήριο και προσπαθεί, χωρίς επιτυχία σύμφωνα με την συντριπτική θέση της νομολογίας να αμφισβητήσει την πρόστηση. Σποραδικά υπάρχει και νομολογία που αποδέχεται τον ισχυρισμό αυτόν των κλινικών (πχ η ΠολΠρωτ.Αθ 75/2009 για πρώτη φορά οριοθετεί τα όρια της πρόστησης με την ανωτέρω νομική ερμηνεία και ρητώς αποφαίνεται ότι «Ιατρός, ο οποίος είναι ελεύθερος επαγγελματίας, δραστηριοποιούμενος αυτοτελώς κατά την άσκηση των καθηκόντων του, χρησιμοποιώντας μόνο την υλικοτεχνική υποδομή της κλινικής, δεν συνδέεται με αυτήν με καμία σχέση πρόστησης» (Digesta Τεύχος Δ 2009 σελ. 443 επ.) Η κλινική και ο ιατρός στην αστική διαδικασία προσεπικαλούν και τις ασφαλιστικές τους εταιρίες, ενώ λόγω της φύσεως του ιατρικού λάθους ήδη, συνήθως, από την προδικασία στο ποινικό σκέλος διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη κατ΄ άρθρο 183 ΚΠΔ, στο δε αστικό σκέλος κατ΄ άρθρο 368 ΚΠολΔ εκδίδεται απόφαση για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνη.
Συχνά γίνονται δεκτά και αιτήματα για αναστολή συζήτησης, καθώς σύμφωνα με το αρ. 250 Κ.Πολ.Δ: εάν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως, εως ώτου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία.
Στην υποψία λοιπόν του ιατρικού λάθους, θα ξεκινήσουμε με την πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο, θα ζητήσουμε τη γνώμη ενός ειδικού, θα υποβάλουμε μηνυτήρια αναφορά, θα εγείρουμε αγωγή και κάπως έτσι θα φθάσουμε στο ακροατήριο. Εκεί θα γίνει η ουσιαστική διαδικασία και για να διατηρήσουμε ως νομικοί την αξιοπρέπεια μας θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας την αναφορά του καθηγητή Ιατροδικαστικής Αντ. Κουτσελίνης ότι «υπάρχει κακή και καλή ιατρική πρακτική, αλλά η χειρότερη κακοποίηση της ιατρικής επιστήμης γίνεται μέσα από τις ακροαματικές διαδικασίες των ποινικών δικαστηρίων».