Θάνος Πλεύρης Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ΔΝ ΕΚΠΑ, LL.MHeidelberg, τ. Βουλευτής, τ. Ευρωβουλευτής
Στη σημερινή εποχή ακόμη και από τους υποστηρικτές των πατερναλιστικών προτύπων στις σχέσεις ιατρού ασθενούς γίνεται παγίως δεκτό ότι προκειμένου να είναι μία ιατρική πράξη σύννομη θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και με την σύμφωνη γνώμη, τη συναίνεση του ασθενούς. Η συναίνεση του ασθενούς είναι μια συνειδητή συμφωνία για την προσβολή του εννόμου αγαθού και συνδέεται με μια απομάκρυνση από την απόλυτη προστασία του σώματος από τραυματισμούς και επεμβάσεις που συνδέονται με την ιατρική πράξη. Η θέληση επομένως του ασθενούς προέχει του καλού του και ο ιατρός δεν γίνεται να ενεργήσει σε βάρος της εκπεφρασμένης βούλησης του ασθενούς. Η συναίνεση του ασθενούς απαντάται στο αρ. 308 ΠΚ και βρίσκει το συνταγματικό της θεμέλιο στο δικαίωμα προσωπικότητας του ανθρώπου σε συνδυασμό με το δικαίωμα αυτοκαθορισμού του (Σ αρ. 5 παρ. 1). Η συναίνεση λοιπόν του ασθενούς διασφαλίζει την αυτονομία του και συνδέεται με τρεις πτυχές:
- τη συναίνεση στην επέμβαση
- τη συναίνεση στην επικινδυνότητα
- τη συναίνεση στην επεξεργασία προσωπικών του δεδομένων
Βασική προϋπόθεση της συναίνεσης είναι η ενημέρωση του ασθενούς.
Η ενημέρωση του ασθενούς συνιστά θεμελιώδη όρο της συναινέσεως αυτού. Όταν η ενημέρωση δεν υπάρχει ή είναι ελλιπής τότε και η συναίνεση δεν είναι ισχυρά με άμεση συνέπεια η ιατρική πράξη να είναι έκνομη. Χρήζει αναφοράς ότι η ενημέρωση δεν εδράζεται σε απλούς κανόνες δεοντολογίας αλλά και σε νομικά κείμενα με ιδιαίτερη έμφαση το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ ως προς την βιοϊατρική, όπως αυτή κυρώθηκε με το Ν. 2619/98 από την Ελλάδα και συμφώνως τω άρθρω 28 παρ. 1 Σ υπέχει θέση υπερνομοθετικής ισχύος, όπως και τα άρθρα 11 επ. του Ν. 3418/05. Η ενημέρωση για το σχηματισμό της σύμφωνης γνώμης περιλαμβάνει α) την ενημέρωση για τη διάγνωση. Η γνώση της ασθένειας αποτελεί βασικότατο παράγοντα για το σχηματισμό σύμφωνης γνώμης και επιβάλλεται ο ιατρός να επισημαίνει εάν πρόκειται για σίγουρη διάγνωση ή απλή υποψία. Η λανθασμένη μάλιστα διάγνωση αφενός αποτελεί ιατρικό σφάλμα αφετέρου οδηγεί σε ανίσχυρη συναίνεση για την ιατρική πράξη (Ulsenheimer, σελ. 63, Ανδρουλιδάκη, σελ. 264, Πλεύρης, η ποινική ευθύνη στην ιατρική πράξη, σελ. 105), β) την ενημέρωση για την πορεία της επεμβάσεως, δηλαδή το είδος την διενέργεια και την έκταση της επεμβάσεως σε συνδυασμό με τις δυσκολίες και επιβαρύνσεις που αυτή συνεπάγεται και γ) την ενημέρωση για τους κινδύνους της επεμβάσεως, δηλαδή τους κινδύνους και τα τυπικά ρίσκα που συνδέονται με την σκοπούμενη επέμβαση.
Πτυχή του δικαιώματος της προσωπικότητας και της αυτονομίας του ασθενούς που προστατεύεται με την ενημερωμένη συναίνεση του ατόμου συνιστά και το δικαίωμα του να λάβει δεύτερη γνώμη πριν αποφασίσει να προβεί σε κάποια ιατρική επέμβαση. Το δικαίωμα του στην δεύτερη γνώμη δεν αποτελεί απλά μία νομική πολυτέλεια του ασθενούς, αλλά αναφαίρετο δικαίωμα του ασθενούς και υποχρέωση του ιατρού να σεβαστεί αυτήν του την επιθυμία. Για αυτόν άλλωστε τον λόγο το αρ. 14 του Ν. 3418/05 αναγνωρίζει το δικαίωμα πρόσβασης στο ιατρικό αρχείο. Το δικαίωμα πρόσβασης βρίσκει ρητή κατοχύρωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο άρθρο 8 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης δύο θεμελιωδών συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων: της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της αυτοδιάθεσης της πληροφορίας από την μία (Σ 9 παρ. 1 εδ. β’ και 9Α αντίστοιχα) και του δικαιώματος στη πληροφόρηση του κοινού από την άλλη (Σ 5Α παρ. 1 εδ. α’). Το δικαίωμα πρόσβασης διακρίνεται σε δύο κατηγορίες ανάλογα με τους φορείς του δικαιώματος: α) στο δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου προσωπικών δεδομένων που αναγνωρίζεται από το άρθρο 12 ν. 2472/1997 και β) στο «δικαίωμα πληροφοριών» τρίτων σε αρχεία του ασθενούς που προϋποθέτει κυρίως την απόδειξη εννόμου συμφέροντος. Δικαίωμα πρόσβασης στον ιατρικό φάκελο σύμφωνα με την παρ. 8 του αρ. 14 ΚΙΔ έχει κατ’ αρχήν μόνο ο ασθενής και σε περίπτωση θανάτου αυτού το δικαίωμα αυτό ασκούν οι κληρονόμοι, εάν είναι συγγενείς μέχρι τέταρτου βαθμού. Σε περίπτωση ανηλίκου ασθενή το δικαίωμα αυτό ασκείται από τους γονείς. Το δικαίωμα πρόσβασης είναι πλήρες, δεν απαιτεί δηλ. την πλήρωση κάποιου όρου ή αιρέσεως και επομένως η υποχρέωση ικανοποίησης του σχετικού δικαιώματος από τον υπεύθυνο ή εκτελών την επεξεργασία είναι άμεση και δεν τελεί υπό έγκριση κανενός οργάνου. Σε πρακτικό επίπεδο, όταν γίνεται η αίτηση η κλινική την προωθεί στο νομικό της τμήμα και εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις δίνεται η έγκριση. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 14 του Ν. 3418/05, 2 και 12 του Ν. 2472/97 και το αρ. 902 και 444 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαίωμα πρόσβασης είναι απόλυτο και στο σύνολο του ιατρικού αρχείου, η πρόσβαση λαμβάνει χώρα με επίδειξη του πρωτοτύπου στο δικαιούχο και με παροχή αντιγράφου του πρωτοτύπου σε αυτόν (βλ. και άρθρο 5 παρ. 4 ΚΔΔιαδ.), ακόμη και εάν χρειαστεί ο ίδιος για λόγους υλικοτεχνικών δυσκολιών να λάβει τα έγγραφα και να προβεί στην έκδοση των αντιγράφων. Αντικείμενο του δικαιώματος πρόσβασης αποτελεί οποιοδήποτε μέσο και εφαρμόζεται και επί ηλεκτρονικών απεικονίσεων (π.χ. ψηφιακούς δίσκους) και εάν χρειαστεί χρησιμοποιούνται και μέσα αποθήκευσης. Ειδικώς στην σημερινή εποχή μπορεί και το σύνολο του ιατρικού αρχείου να είναι ψηφιακό και επομένως η πρόσβαση να υλοποιηθεί ακόμη και με αποστολή στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. (βλέπε εκτενώς και αναλυτικά Εμ. Λασκαρίδης, Ερμηνεία ΚΙΔ, αρ. 14 σελ. 174 επ). Ακόμη και εάν το αρχείο δε μπορεί να αναπαραχθεί ο ασθενής έχει δικαίωμα να το λάβει προκειμένου να μπορεί να ζητήσει δεύτερη ιατρική γνώμη.
Η ελευθερία του ασθενούς στην επιλογή ή μη μιας ιατρικής μεθόδου καθιστά τη δυνατότητα του να ζητά δεύτερη γνώμη στην ιατρική πράξη αυτοτελές του δικαίωμα που προστατεύει την αυτονομία του και την ενημερωμένη συναίνεση του.